Forretning στα ελληνικά
Μετάφραση: forretning, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάζω, επιτήδευμα, επάγγελμα, ύλη, δουλειές, ανησυχία, αποθηκεύω, αποθήκευση, προβληματισμός, επιχείρηση, εμπόριο, προδίδω, νοιάζομαι, μαγαζί, δουλειά, ενδιαφέρον, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- forrang στα ελληνικά - προτεραιότητα, πρωτείο, υπεροχή, υπεροχής, πρωτοκαθεδρία, πρωτοκαθεδρίας
- forrest στα ελληνικά - μπροστινός, εμπρός, μπρος, Forrest, δάσος, Φόρεστ, δάσος με
- forretningsaktivitet στα ελληνικά - δουλειά, επιχείρηση, υπόθεση, δουλειές, επιχειρηματική δραστηριότητα, επιχειρηματικής δραστηριότητας, επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ...
- forrett στα ελληνικά - ορεκτικό, ορεκτικών, ορεκτικά, ορεκτικού
Τυχαίες λέξεις
Forretning στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάζω, επιτήδευμα, επάγγελμα, ύλη, δουλειές, ανησυχία, αποθηκεύω, αποθήκευση, προβληματισμός, επιχείρηση, εμπόριο, προδίδω, νοιάζομαι, μαγαζί, δουλειά, ενδιαφέρον, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές
Μεταφράσεις: βάζω, επιτήδευμα, επάγγελμα, ύλη, δουλειές, ανησυχία, αποθηκεύω, αποθήκευση, προβληματισμός, επιχείρηση, εμπόριο, προδίδω, νοιάζομαι, μαγαζί, δουλειά, ενδιαφέρον, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές