Gammel στα ελληνικά

Μετάφραση: gammel, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλαιός, γέρος, μπαγιάτικος, γέρικος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Gammel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • galskap στα ελληνικά - τρέλα, τρέλλα, παραφροσύνη, τρέλας, την τρέλα
  • galte στα ελληνικά - χοίρος, κάπρος
  • gammeldags στα ελληνικά - ντεμοντέ, παλιομοδίτικο, παλιομοδίτικη, απαρχαιωμένο, παλιομοδίτικες
  • gane στα ελληνικά - ουρανίσκος, υπερώα, ουρανίσκο, υπερώας, τον ουρανίσκο
Τυχαίες λέξεις
Gammel στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλαιός, γέρος, μπαγιάτικος, γέρικος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά