Grov στα ελληνικά

Μετάφραση: grov, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγροίκος, ακατέργαστος, τραχύς, ωμός, σκληρός, άξεστος, χονδροειδής, πρόχειρος, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Grov στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • grop στα ελληνικά - λάκκος, ορυχείο, κοιλότητα, σκάμμα, λάκκο, pit, τάφρο
  • grotte στα ελληνικά - σπηλιά, σπήλαιο, Grotto, σπηλαίου, σπηλιάς
  • grovhet στα ελληνικά - τραχύτητα, τραχύτητας, την τραχύτητα, τραχύτητα της, η τραχύτητα
  • grovsmed στα ελληνικά - σιδηρουργός, σιδεράς, σιδηρουργού, σιδερά, σιδηρουργείο
Τυχαίες λέξεις
Grov στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγροίκος, ακατέργαστος, τραχύς, ωμός, σκληρός, άξεστος, χονδροειδής, πρόχειρος, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα