Henrette στα ελληνικά

Μετάφραση: henrette, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτελώ, εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελεί, την εκτέλεση
Henrette στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • henimot στα ελληνικά - προς, προς την, προς το, απέναντι, έναντι
  • henne στα ελληνικά - της, αυτή, αυτήν, την, αυτής
  • henrettelse στα ελληνικά - εκτέλεση, εκτέλεσης, την εκτέλεση, εκτέλεσή, υλοποίηση
  • henrykkelse στα ελληνικά - έκσταση, αρπαγή, αρπαγής, την αρπαγή, η αρπαγή
Τυχαίες λέξεις
Henrette στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτελώ, εκτελέσει, εκτελούν, εκτέλεση, εκτελεί, την εκτέλεση