Innkjøp στα ελληνικά
Μετάφραση: innkjøp, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγορά, αγοράζω, Αγορές, αγοράς, την αγορά, Αγόρασε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inngående στα ελληνικά - λεπτομερής, εξονυχιστικός, εισερχόμενος, εισερχόμενα, εισερχόμενων, εισερχόμενες, εισερχόμενη
- innhold στα ελληνικά - τενόρος, περιεχόμενα, περιεχόμενο, περιεχομένου, περιεχομένων, το περιεχόμενο
- innlede στα ελληνικά - ξεκινώ, εγκαινιάζω, μυώ, συνοδός, εισάγω, Usher, κλητήρα, ...
- innledning στα ελληνικά - καταχώρηση, είσοδος, μύηση, εισαγωγή, λήμμα, καθιέρωση, εισαγωγής, ...
Τυχαίες λέξεις
Innkjøp στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγορά, αγοράζω, Αγορές, αγοράς, την αγορά, Αγόρασε
Μεταφράσεις: αγορά, αγοράζω, Αγορές, αγοράς, την αγορά, Αγόρασε