Innledning στα ελληνικά

Μετάφραση: innledning, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταχώρηση, είσοδος, μύηση, εισαγωγή, λήμμα, καθιέρωση, εισαγωγής, θέσπιση, εφαρμογή
Innledning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • innkjøp στα ελληνικά - αγορά, αγοράζω, Αγορές, αγοράς, την αγορά, Αγόρασε
  • innlede στα ελληνικά - ξεκινώ, εγκαινιάζω, μυώ, συνοδός, εισάγω, Usher, κλητήρα, ...
  • innlemme στα ελληνικά - ενσωματώνω, ενσωματώσει, ενσωματώνουν, ενσωματώνει, ενσωματώσουν, συμπεριλάβει
  • innlysende στα ελληνικά - εναργής, φαινομενικός, έκδηλος, εμφανής, προφανής, προφανές, προφανή, ...
Τυχαίες λέξεις
Innledning στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταχώρηση, είσοδος, μύηση, εισαγωγή, λήμμα, καθιέρωση, εισαγωγής, θέσπιση, εφαρμογή