Λέξη: δικαστής

Σχετικές λέξεις: δικαστής

δικαστής δέρνει την ανήλικη κόρη του, δικαστής αποστολάκης, δικαστής gr, δικαστής σε κόλπο με πλαστή διαθήκη, δικαστής γρεβενών κα μαρία μαργαρίτη, δικαστής βίαζε το παιδί του, δικαστής ντρεντ, δικαστής παναθηναϊκάκιας, δικαστής κλίση

Συνώνυμα: δικαστής

κριτής, γνώμη, γνώστης, ειδήμονας, δοκιμαστής, δικαιοσύνη, ειρηνοδίκης, άρχοντας, πλημμελειοδίκης, δημόσιος λειτουργός

Μεταφράσεις: δικαστής

δικαστής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
magistrate, judge, court, judicature, courts

δικαστής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
juez, juez de, magistrado, el juez, jueza

δικαστής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
magistrat, Richter, Richters, beurteilen, Richterin

δικαστής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fonctionnaire, municipalité, employé, officier, magistrat, juge, juge a, le juge, juge de, juges

δικαστής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
magistrato, giudice, giudicare, giudice di, giudice ha

δικαστής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
juiz, julgar, juiz de, juíza, juízes

δικαστής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rechter, jurylid, keurmeester, oordelen, beoordelen

δικαστής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
судья, магистрат, судьи, судьей, судить

δικαστής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dommer, dommeren, dømme, bedømme

δικαστής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
domare, domaren, bedöma, domstol

δικαστής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuomari, maistraatti, vouti, raatimies, tuomarin, tuomarina, tuomioistuin, tuomioistuimen

δικαστής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dommer, dommeren, dømme, dommerens

δικαστής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úředník, soudce, rozhodčí, soudcem, soud

δικαστής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ławnik, sadownik, urzędnik, sędzia, sędzią, sędziego, sąd

δικαστής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bíró, bírónak, bírói, A bíró, bírót

δικαστής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yargıç, hakim, hakimi, Hâkim, yargıcı

δικαστής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викладацький, суддя

δικαστής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjyqtar, gjyqtari, gjykatësi, gjykatës, gjyqtari i

δικαστής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
магистрат, съдия, съдията, съдии, съди

δικαστής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
суддзя, судзьдзя

δικαστής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
magistraat, kohtunik, kohtuniku, kohtunikule, kohtunikul

δικαστής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sudac, sudija, sutkinja, sudac je, je sudac

δικαστής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dómari, dæma, dómarinn, dómara

δικαστής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teisėjas, teisėjo, teisėjui, teisėja

δικαστής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tiesnesis, tiesnesim, tiesnesi, tiesneša

δικαστής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
судијата, судија

δικαστής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
judecător, judecator, judecătorului, judecătorul, judecător de

δικαστής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sodnik, sodnica, sodnika, sodnik je

δικαστής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sudca, sudcu, sudcov, súd, sudcom

Στατιστικά δημοτικότητας: δικαστής

Τυχαίες λέξεις