Kontroll στα ελληνικά

Μετάφραση: kontroll, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιάζω, επιθεώρηση, έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
Kontroll στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kontorist στα ελληνικά - υπάλληλος, υπάλληλο, γραμματέα, γραμματέας, υπαλλήλου
  • kontrakt στα ελληνικά - συμβόλαιο, συστέλλομαι, προσβάλλομαι, σύμβαση, σύμβασης, συμβάσεως, συμβάσεων
  • kontrollere στα ελληνικά - εποπτεύω, επιθεωρώ, έλεγχος, εξουσιάζω, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ...
  • konvensjon στα ελληνικά - συνθήκη, σύμβαση, συνέλευση, συνέδριο, σύμβασης, Συμβάσεως, Συνέλευσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Kontroll στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιάζω, επιθεώρηση, έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της