Løsemiddel στα ελληνικά

Μετάφραση: løsemiddel, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φερέγγυος, εχέγγυος, διαλύτη, διαλύτης, διαλύτου, διαλυτών, του διαλύτη
Løsemiddel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • løs στα ελληνικά - χαλαρός, λυτός, μπόσικος, λάσκος, χύμα, χαλαρά, χαλαρό, ...
  • løse στα ελληνικά - λύνω, λύσει, επίλυση, να λύσει, την επίλυση, λύσουν
  • løsepenger στα ελληνικά - λύτρα, εξαγορά, λύτρο, λύτρων, τα λύτρα, λυτρωτική
  • løsne στα ελληνικά - μολάρω, χαλαρώνω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Τυχαίες λέξεις
Løsemiddel στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φερέγγυος, εχέγγυος, διαλύτη, διαλύτης, διαλύτου, διαλυτών, του διαλύτη