Laurbær στα ελληνικά
Μετάφραση: laurbær, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάφνη, Laurel, δάφνης, δάφνινο, Λόρελ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- latterliggjøre στα ελληνικά - γελοιοποιώ, διασυρμός, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό
- laug στα ελληνικά - συντεχνία, ένωση, σωματείο, Τάγμα, τάγματος, Guild, του τάγματος
- lav στα ελληνικά - εννοώ, τσιγκούνης, παραδόπιστος, χαμηλός, λειχήνες, σημαίνω, χαμηλή, ...
- lavendel στα ελληνικά - λεβάντα, λεβάντας, lavender, η λεβάντα
Τυχαίες λέξεις
Laurbær στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάφνη, Laurel, δάφνης, δάφνινο, Λόρελ
Μεταφράσεις: δάφνη, Laurel, δάφνης, δάφνινο, Λόρελ