Leverandør στα ελληνικά
Μετάφραση: leverandør, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προμηθευτής, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- levende στα ελληνικά - ζωντανός, μένω, ζωηρός, γλαφυρός, ζωή, διαβίωσης, καθιστικό, ...
- lever στα ελληνικά - συκώτι, ήπατος, ήπαρ, του ήπατος, ηπατική
- levere στα ελληνικά - προνοώ, παροχή, προμήθεια, παραδίδω, παρέχω, προμηθεύω, επιπλώνω, ...
- levering στα ελληνικά - παροχή, παράδοση, μέριμνα, χορήγηση, παραλαβή, προμήθεια, παρέχω, ...
Τυχαίες λέξεις
Leverandør στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προμηθευτής, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές
Μεταφράσεις: προμηθευτής, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές