Matt στα ελληνικά
Μετάφραση: matt, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμυδρός, αδύναμος, μουντός, πληκτικός, ανίσχυρος, λιποθυμώ, θολωμένος, θαμπός, θολός, ασθενικός, βαρετός, μουχρός, ματ, Matt, ο Matt, τον Matt, μάτ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- matrise στα ελληνικά - μήτρα, μήτρας, πίνακα, πλέγμα, πλέγματος
- matros στα ελληνικά - ναύτης, deckhand, ναύτη
- matte στα ελληνικά - χαλάκι, ματ, χαλί, mat, τάπητα
- matvarer στα ελληνικά - τρόφιμα, τροφές, τα τρόφιμα, τροφίμων, τρόφιμα που
Τυχαίες λέξεις
Matt στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμυδρός, αδύναμος, μουντός, πληκτικός, ανίσχυρος, λιποθυμώ, θολωμένος, θαμπός, θολός, ασθενικός, βαρετός, μουχρός, ματ, Matt, ο Matt, τον Matt, μάτ
Μεταφράσεις: αμυδρός, αδύναμος, μουντός, πληκτικός, ανίσχυρος, λιποθυμώ, θολωμένος, θαμπός, θολός, ασθενικός, βαρετός, μουχρός, ματ, Matt, ο Matt, τον Matt, μάτ