Λιποθυμώ στα νορβηγικά

Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
besvimelse, matt, svak, veik, uvit, dvale, swoon, besvimer
Λιποθυμώ στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ

λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας νορβηγικά, λιποθυμώ στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • λιπαντικό στα νορβηγικά - fett, smørefett, fettet
  • λιπαρός στα νορβηγικά - fettet, fettstoffer, fatty, fet, fett, fettsyre
  • λιρέτα στα νορβηγικά - lire, Lira
  • λιτός στα νορβηγικά - kort, sparsommelig, sparsomme, Thrifty, et økonomisk
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: besvimelse, matt, svak, veik, uvit, dvale, swoon, besvimer