Mester στα ελληνικά
Μετάφραση: mester, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερασπιστής, κύριος, επιδέξιος, δεξιοτέχνης, μετρ, επιτήδειος, αφέντης, πρωταθλητής, πρωτοπόρος, πρωταθλητή, πρωτοπόρο, πρωταθλήτρια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- messe στα ελληνικά - ξανθός, πανηγύρι, δίκαιος, περίπτερο, Booth, θάλαμο, καμπίνα, ...
- messing στα ελληνικά - ορείχαλκος, ορείχαλκο, ορείχαλκου, ορειχάλκου, από ορείχαλκο
- mesterlig στα ελληνικά - δεσποτικός, αριστοτεχνική, δεσποτική, masterful, αριστουργηματικό
- mesterskap στα ελληνικά - Πρωτάθλημα, Πρωταθλήματα, Πρωταθλήματος, Championships, Πρωταθλημάτων
Τυχαίες λέξεις
Mester στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερασπιστής, κύριος, επιδέξιος, δεξιοτέχνης, μετρ, επιτήδειος, αφέντης, πρωταθλητής, πρωτοπόρος, πρωταθλητή, πρωτοπόρο, πρωταθλήτρια
Μεταφράσεις: υπερασπιστής, κύριος, επιδέξιος, δεξιοτέχνης, μετρ, επιτήδειος, αφέντης, πρωταθλητής, πρωτοπόρος, πρωταθλητή, πρωτοπόρο, πρωταθλήτρια