Nåværende στα ελληνικά

Μετάφραση: nåværende, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δώρο, παρουσιάζω, παρών, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
Nåværende στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nål στα ελληνικά - καρφίτσα, γόμφος, βελόνα, βελόνας, βελόνης, βελόνη, της βελόνας
  • når στα ελληνικά - πότε, κάποτε, εφάπαξ, όταν, κατά, κατά την
  • nær στα ελληνικά - αποπνιχτικός, πνιγηρός, κοντά, κολλητός, στενή, κλείσιμο, στενούς, ...
  • nærhet στα ελληνικά - εγγύτητα, εγγύτητας, κοντά, απόσταση, γειτνίαση
Τυχαίες λέξεις
Nåværende στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δώρο, παρουσιάζω, παρών, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας