Nøkkel στα ελληνικά
Μετάφραση: nøkkel, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλειδί, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nødvendig στα ελληνικά - αναγκαίος, απαραίτητος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο
- nødvendighet στα ελληνικά - αναγκαιότητα, ανάγκη, αναγκαιότητας, Η ανάγκη, Ανάγκης
- nøtteskrike στα ελληνικά - κίσσα, Jay, ο Jay, Τζέι, τον Jay
- nøyaktig στα ελληνικά - σχολαστικός, ακριβολόγος, συγκεκριμένος, ακριβής, ακριβώς, επακριβώς, ακρίβεια, ...
Τυχαίες λέξεις
Nøkkel στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλειδί, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές
Μεταφράσεις: κλειδί, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές