Organ στα ελληνικά
Μετάφραση: organ, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όργανο, οργάνων, οργάνου, όργανα, στα όργανα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ordspill στα ελληνικά - λογοπαίγνιο, λογοπαίγνιο δεν, λογοπαίκτω
- ordspråk στα ελληνικά - παροιμία, ρητό, γνωμικό, παροιμίας, η παροιμία
- organisasjon στα ελληνικά - διευθέτηση, σύστημα, τακτοποίηση, διακανονισμός, ετοιμασία, οργάνωση, οργανισμός, ...
- organisere στα ελληνικά - οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν
Τυχαίες λέξεις
Organ στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όργανο, οργάνων, οργάνου, όργανα, στα όργανα
Μεταφράσεις: όργανο, οργάνων, οργάνου, όργανα, στα όργανα