Plombe στα ελληνικά
Μετάφραση: plombe, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέμισμα, χορταστικός, σφράγισμα, πλήρωση, πλήρωσης, πληρώσεως, γέμιση
Μεταφράσεις
- plikt στα ελληνικά - καθήκον, δασμοί, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό
- pliktoppfyllende στα ελληνικά - υπάκουος, υπάκουα, ευσυνείδητους, στους ευσυνείδητους, φιλότιμα
- plombere στα ελληνικά - γεμίζω, συμπληρώνοντας, γεμίζοντας, πλήρωση, πλήρωσης, την πλήρωση
- plomme στα ελληνικά - δαμάσκηνο, δαμάσκηνου, δαμάσκηνων, δαμάσκηνα, δαμασκήνων
Τυχαίες λέξεις
Plombe στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέμισμα, χορταστικός, σφράγισμα, πλήρωση, πλήρωσης, πληρώσεως, γέμιση
Μεταφράσεις: γέμισμα, χορταστικός, σφράγισμα, πλήρωση, πλήρωσης, πληρώσεως, γέμιση