Røyke στα ελληνικά
Μετάφραση: røyke, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνίζω, καπνοί, καυσαέριο, καπνός, κάπνισμα, το κάπνισμα, καπνίζοντες, καπνίσματος, κάπνισμα σε
Μεταφράσεις
- røve στα ελληνικά - καραμπίνα, τουφέκι, ξεγυμνώνω, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ...
- røyk στα ελληνικά - καπνίζω, καυσαέριο, καπνός, καπνοί, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, ...
- røyking στα ελληνικά - καπνοί, καπνίζω, καπνός, κάπνισμα, το κάπνισμα, καπνίζοντες, καπνίσματος, ...
- sabel στα ελληνικά - σπαθί, ξίφος, σπάθα, σπάθη, saber
Τυχαίες λέξεις
Røyke στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνίζω, καπνοί, καυσαέριο, καπνός, κάπνισμα, το κάπνισμα, καπνίζοντες, καπνίσματος, κάπνισμα σε
Μεταφράσεις: καπνίζω, καπνοί, καυσαέριο, καπνός, κάπνισμα, το κάπνισμα, καπνίζοντες, καπνίσματος, κάπνισμα σε