Sedvanlig στα ελληνικά

Μετάφραση: sedvanlig, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινός, συνήθης, συνηθισμένος, συνηθίζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Sedvanlig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sediment στα ελληνικά - επαναθέτω, ιλύς, κατακάθι, ίζημα, προσχώνω, ιζήματα, ιζημάτων, ...
  • sedvane στα ελληνικά - χρήση, έθιμο, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθίζεται, σύνηθες
  • seg στα ελληνικά - εαυτούς, ίδιοι, οι ίδιοι, εαυτό τους, τον εαυτό τους
  • segl στα ελληνικά - φώκια, βούλα, σφραγίδα, Seal, Φώκιας, σφράγισμα, σφραγίδας
Τυχαίες λέξεις
Sedvanlig στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινός, συνήθης, συνηθισμένος, συνηθίζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν