Συνηθισμένος στα νορβηγικά
Μετάφραση: συνηθισμένος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ordinær, sedvanlig, felles, vanlig, alminnelig, vanlige, normalt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνηθισμένος
συνηθισμένος συνώνυμα, συνηθισμένοσ συνώνυμο, συνηθισμένος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, συνηθισμένος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- συνηγορώ στα νορβηγικά - advokat, erkjenne, påberope, trygle, trygler, bønnfalle
- συνηθίζω στα νορβηγικά - venne, sedvanlig, venne seg, venne til, sedvanlig for
- συνθέτης στα νορβηγικά - komponist, komponisten, Composer, Oser, komponistens
- συνθέτω στα νορβηγικά - syntetisere, å syntetisere, syntetiserer
Τυχαίες λέξεις
Συνηθισμένος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: ordinær, sedvanlig, felles, vanlig, alminnelig, vanlige, normalt
Μεταφράσεις: ordinær, sedvanlig, felles, vanlig, alminnelig, vanlige, normalt