Skjensel στα ελληνικά

Μετάφραση: skjensel, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσμένεια, ταπείνωση, όνειδος, κρίμα, ντροπή, ατιμία, infamy, κακοφημία, αίσχος
Skjensel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • skjenk στα ελληνικά - μπουφές, σκευοθήκη, μπουφέ, sideboard, αναπληρωματικές, μπούφος
  • skjenke στα ελληνικά - δίνω, παραδίνω, δώρο, παρών, παρουσιάζω, παραχωρώ, απονέμω, ...
  • skjerf στα ελληνικά - κασκόλ, μαντήλι, μαντίλι, μαντίλα, φουλάρι
  • skjerm στα ελληνικά - εξετάζω, σκιά, οθόνη, οθόνης, Screen, οθ νη, οθόνη του
Τυχαίες λέξεις
Skjensel στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσμένεια, ταπείνωση, όνειδος, κρίμα, ντροπή, ατιμία, infamy, κακοφημία, αίσχος