Stø στα ελληνικά

Μετάφραση: stø, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εταιρία, ακλόνητος, εδραίος, απτόητος, στερεός, σταθερός, συμπαγής, σταθερή, σταθερής, σταθερό, σταθερά
Stø στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stål στα ελληνικά - χάλυβας, ατσάλι, ατσαλένιος, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα
  • stær στα ελληνικά - ψαρόνι, Γλαύκωμα, Το γλαύκωμα, γλαυκώματος, Glaucoma, του γλαυκώματος
  • støkk στα ελληνικά - κραδασμός, σοκ, κρούση, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
  • stønn στα ελληνικά - στενάζω, μουγκρητό, μουγκρίζω, τρίξιμο, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, ...
Τυχαίες λέξεις
Stø στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εταιρία, ακλόνητος, εδραίος, απτόητος, στερεός, σταθερός, συμπαγής, σταθερή, σταθερής, σταθερό, σταθερά