Tidsalder στα ελληνικά
Μετάφραση: tidsalder, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- tidevann στα ελληνικά - παλίρροια, παλίρροιας, κύμα, ρεύμα, πλημμυρίδα
- tidlig στα ελληνικά - νωρίς, πρώιμος, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
- tidsfordriv στα ελληνικά - απασχόληση, ενασχόληση, χόμπι, διασκέδαση, παιχνίδι, ασχολία
- tidsskrift στα ελληνικά - περιοδικό, ημερολόγιο, εφημερίδα, περιοδικού, Εφημερίδα αριθ
Τυχαίες λέξεις
Tidsalder στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Μεταφράσεις: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών