Tomhet στα ελληνικά

Μετάφραση: tomhet, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενό, κενότητα, κενού, το κενό, κενότητας
Tomhet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tom στα ελληνικά - άδειος, κενός, μάταιος, εγωκεντρικός, κενό, ξιπασμένος, ματαιόδοξος, ...
  • tomat στα ελληνικά - ντομάτα, ντομάτας, τομάτας, τομάτα, τομάτες
  • tommelfinger στα ελληνικά - αντίχειρας, αντίχειρα, τον αντίχειρα, αντίχειρά, τον αντίχειρά
  • tomt στα ελληνικά - κλήρος, μοίρα, οικόπεδο, οικοπέδου, πλοκή, διάγραμμα, γραφική παράσταση
Τυχαίες λέξεις
Tomhet στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενό, κενότητα, κενού, το κενό, κενότητας