Utarbeide στα ελληνικά

Μετάφραση: utarbeide, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίτεχνος, λεπτομερής, προσεγμένος, προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμαστούν, προετοιμάσουν
Utarbeide στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • utakknemlig στα ελληνικά - αχάριστος, αγνωμών, άχαρο, άχαρη, το άχαρο
  • utakknemlighet στα ελληνικά - αχαριστία, αγνωμοσύνη, αχαριστίας, την αγνωμοσύνη, την αχαριστία
  • utbrudd στα ελληνικά - αναβλύζω, ξέσπασμα, εκδήλωση, έκρηξη, το ξέσπασμα, ξεσπάσματος, ξέσπασμά
  • utbytte στα ελληνικά - παραγωγή, σοδειά, μέρισμα, μερίσματος, μερισμάτων, μερίσματα, μερισματική
Τυχαίες λέξεις
Utarbeide στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίτεχνος, λεπτομερής, προσεγμένος, προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμαστούν, προετοιμάσουν