Vanlig στα ελληνικά
Μετάφραση: vanlig, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινός, συνήθης, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Μεταφράσεις
- vane στα ελληνικά - χρήση, χρησιμοποιώ, συνήθεια, έξη, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, ...
- vanilje στα ελληνικά - βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια
- vanligvis στα ελληνικά - γενικά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
- vann στα ελληνικά - ποτίζω, ύδωρ, νερό, νερού, ύδατος, υδάτων
Τυχαίες λέξεις
Vanlig στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινός, συνήθης, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Μεταφράσεις: κοινός, συνήθης, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη