Veiledning στα ελληνικά

Μετάφραση: veiledning, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειραγωγία, καθοδήγηση, οδηγία, οδηγίες, καθοδήγησης, προσανατολισμού
Veiledning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • veik στα ελληνικά - αδύναμος, αμυδρός, λιποθυμώ, ασθενικός, ανίσχυρος, άκρη του δρόμου, στην άκρη του δρόμου, ...
  • veikryss στα ελληνικά - διασταύρωση, σύνδεση, ένωση, κόμβο, συμβολή
  • veiviser στα ελληνικά - μάγος, wizard για, Οδηγός, Οδηγό, Οδηγού
  • veke στα ελληνικά - φιτίλι, θρυαλλίδα, φυτίλι, θρυαλλίδας, φυτιλιού
Τυχαίες λέξεις
Veiledning στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειραγωγία, καθοδήγηση, οδηγία, οδηγίες, καθοδήγησης, προσανατολισμού