Aaneenvoegen στα ελληνικά

Μετάφραση: aaneenvoegen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατατάσσομαι, ενοποιώ, συνδέω, συνενώνω, ενώνω, κομμάτι μαζί, τεμάχιο μαζί, κομμάτι μαζί με
Aaneenvoegen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aaneen στα ελληνικά - μαζί, συνάδελφος, τύπος, άντρας, κοινού, από κοινού, καθώς, ...
  • aaneenschakelen στα ελληνικά - συνδέω, ενώσετε, συνένωση, συνδέσετε κατά σειρά, συνενώσετε, συνδέονται διαδοχικά
  • aanflitsen στα ελληνικά - αρπάζω, πιάνω, αναβοσβήνουν, αναβοσβήνει στην, αναβοσβήνουν στην, αναβοσβήσει, αναβοσβήνει στον
  • aanfloepen στα ελληνικά - πιάνω, αρπάζω
Τυχαίες λέξεις
Aaneenvoegen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατατάσσομαι, ενοποιώ, συνδέω, συνενώνω, ενώνω, κομμάτι μαζί, τεμάχιο μαζί, κομμάτι μαζί με