Aangrenzend στα ελληνικά

Μετάφραση: aangrenzend, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλανός, γειτονικός, παρακείμενος, προσκείμενος, κοντά, κοντινός, γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, παρακείμενο, παρακείμενα
Aangrenzend στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aangifte στα ελληνικά - δήλωση, διευθετώ, ανακοίνωση, κήρυξη, κατάσταση, εξαγγελία, λύνω, ...
  • aangorden στα ελληνικά - ζώνομαι, περιβάλλω, ζώνω, ζώστε, να ζώσει
  • aangrijpen στα ελληνικά - σαλεύω, συλλαμβάνω, ανακατεύω, κίνηση, κινώ, επιδρομή, αναδεύω, ...
  • aangroeien στα ελληνικά - αύξηση, μεγαλώνω, αυξάνω, αυξάνομαι, μεγαλώνουν, αναπτυχθούν, αυξάνονται, ...
Τυχαίες λέξεις
Aangrenzend στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλανός, γειτονικός, παρακείμενος, προσκείμενος, κοντά, κοντινός, γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, παρακείμενο, παρακείμενα