Γειτονικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: γειτονικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanliggend, aangrenzend, naburig, aangrenzende, grenzend, grenst, naburige
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γειτονικός
γειτονικός συνώνυμο, γειτονικός συνωνυμα, γειτονικός αριθμός, γειτονικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γειτονικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γειτονεύω στα ολλανδικά - belenden, buurman, buur, buurvrouw, naaste, buren
- γειτονιά στα ολλανδικά - nabijheid, buurt, nabuurschap, omgeving, wijk
- γελοίος στα ολλανδικά - zot, ridicuul, belachelijk, ongerijmd, absurd, zinneloos, lachwekkend, ...
- γελοιοποιώ στα ολλανδικά - spot, klucht, komisch, burleske, burlesk, burlesque
Τυχαίες λέξεις
Γειτονικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanliggend, aangrenzend, naburig, aangrenzende, grenzend, grenst, naburige
Μεταφράσεις: aanliggend, aangrenzend, naburig, aangrenzende, grenzend, grenst, naburige