Aanhangsel στα ελληνικά

Μετάφραση: aanhangsel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποβοηθητικός, προσάρτημα, αναβάτης, βοηθητικός, συν, παράρτημα, αναπληρωτής, επικουρικός, θυγατρική, συμπλήρωμα, συνεργός, προσαρτήματος, το παράρτημα, του προσαρτήματος
Aanhangsel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanhangen στα ελληνικά - χώνω, τηρούν, να τηρούν, προσκολλώνται, συμμορφώνονται, προσχωρήσουν
  • aanhanger στα ελληνικά - οπαδός, μαθητής, επιδέξιος, μέλος, επιτήδειος, στέλεχος, υποστηρικτής, ...
  • aanhangwagen στα ελληνικά - νταλίκα, ρυμουλκούμενο, τρέιλερ, ρυμουλκούμενου, ρυμουλκουμένου, του ρυμουλκουμένου
  • aanhankelijk στα ελληνικά - αφιερωμένος, αφιερωμένο, αφιερωμένη, αφιερώνεται, αφοσιωμένος
Τυχαίες λέξεις
Aanhangsel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποβοηθητικός, προσάρτημα, αναβάτης, βοηθητικός, συν, παράρτημα, αναπληρωτής, επικουρικός, θυγατρική, συμπλήρωμα, συνεργός, προσαρτήματος, το παράρτημα, του προσαρτήματος