Βοηθητικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: βοηθητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijbehorend, bijkomend, bijkomstig, secundair, aanhangsel, hulp-, hulpmiddel, extra, hulpstoffen, hulp
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βοηθητικός
βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός στο στρατό, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικόσ χώροσ, βοηθητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βοηθητικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βοήθεια στα ολλανδικά - helpen, hulp, assistent, heul, toeverlaat, schoren, bekommernis, ...
- βοήθημα στα ολλανδικά - heul, zorg, hulp, assistent, helpen, toeverlaat, assistentie, ...
- βοηθός στα ολλανδικά - hulp, bedienen, assistentie, bijstaan, heul, toedoen, baten, ...
- βοηθώ στα ολλανδικά - assisteren, heul, assistent, hulp, assistentie, zorg, helper, ...
Τυχαίες λέξεις
Βοηθητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bijbehorend, bijkomend, bijkomstig, secundair, aanhangsel, hulp-, hulpmiddel, extra, hulpstoffen, hulp
Μεταφράσεις: bijbehorend, bijkomend, bijkomstig, secundair, aanhangsel, hulp-, hulpmiddel, extra, hulpstoffen, hulp