Προσάρτημα στα ολλανδικά

Μετάφραση: προσάρτημα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
appendix, aanhangsel, bijlage, gehechtheid, aanhechting, beslag, beslaglegging, bevestiging
Προσάρτημα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσάρτημα

προσάρτημα βυθιζόμενης φρέζας (335), προσάρτημα ισολογισμού υποδειγμα, προσάρτημα αγγλικά, προσάρτημα mini saw (670), προσάρτημα επε, προσάρτημα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προσάρτημα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προς στα ολλανδικά - om, tot, tegen, voor, aan, bij, per, ...
  • προσάναμμα στα ολλανδικά - zwam, tonder, tonderzwam, tondel, tinder, tondel van, licht ontvlambare stof
  • προσέγγιση στα ολλανδικά - aanvliegen, nadering, benaderen, aanpak, benadering, aanpak van
  • προσήλωση στα ολλανδικά - toepassing, verplichting, aanwending, trouw, toewijding, inzet, de toewijding, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσάρτημα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: appendix, aanhangsel, bijlage, gehechtheid, aanhechting, beslag, beslaglegging, bevestiging