Aanhebben στα ελληνικά
Μετάφραση: aanhebben, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φορώ, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanhankelijk στα ελληνικά - αφιερωμένος, αφιερωμένο, αφιερωμένη, αφιερώνεται, αφοσιωμένος
- aanharken στα ελληνικά - τσουγκράνα, rake, γκανιότα, κτένι, γκανιότας
- aanhechten στα ελληνικά - συνδέω, επισυνάπτω, αποδίδουν, επισυνάψετε, συνδέστε, επισυνάπτει, συνδέσετε
- aanhechting στα ελληνικά - κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση
Τυχαίες λέξεις
Aanhebben στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φορώ, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Μεταφράσεις: φορώ, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν