Aanpassen στα ελληνικά
Μετάφραση: aanpassen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίοδο, αναζητώ, ψάχνω, έκθεση, δοκιμάζω, ρυθμίζω, στεγάζω, προσαρμόζω, αποδεικνύω, δοκίμιο, εκδικάζω, απόπειρα, προσπάθεια, νοστιμίζω, εξετάζω, ελέγχω, προσαρμόσει, ρυθμίστε, προσαρμόσετε, ρυθμίσετε, προσαρμόστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanneming στα ελληνικά - αποδοχή, υιοθεσία, υιοθέτηση, έγκριση, έκδοση, θέσπιση
- aanpakken στα ελληνικά - προχωρώ, προβαίνω, πρόοδος, προκαταβάλλω, αντιμετωπίζω, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, ...
- aanpassing στα ελληνικά - προσαρμογή, ρύθμιση, πρόσφορος, κατάλυμα, στέγαση, διασκευή, προσαρμογής, ...
- aanplakbiljet στα ελληνικά - λογαριασμός, πίνακας, νομοσχέδιο, αφίσα, ράμφος, παρατηρώ, κάρτα, ...
Τυχαίες λέξεις
Aanpassen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίοδο, αναζητώ, ψάχνω, έκθεση, δοκιμάζω, ρυθμίζω, στεγάζω, προσαρμόζω, αποδεικνύω, δοκίμιο, εκδικάζω, απόπειρα, προσπάθεια, νοστιμίζω, εξετάζω, ελέγχω, προσαρμόσει, ρυθμίστε, προσαρμόσετε, ρυθμίσετε, προσαρμόστε
Μεταφράσεις: περίοδο, αναζητώ, ψάχνω, έκθεση, δοκιμάζω, ρυθμίζω, στεγάζω, προσαρμόζω, αποδεικνύω, δοκίμιο, εκδικάζω, απόπειρα, προσπάθεια, νοστιμίζω, εξετάζω, ελέγχω, προσαρμόσει, ρυθμίστε, προσαρμόσετε, ρυθμίσετε, προσαρμόστε