Ρυθμίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ρυθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
adapteren, afstemmen, aanpassen, bijstellen, stellen, verstellen, regelen
Ρυθμίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρυθμίζω

ρυθμίζω μεταφραση, ρυθμίζω συνώνυμα, ρυθμίζω αγγλικά, ρυθμίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρυθμίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ρούχο στα ολλανδικά - gewaad, kledingstuk, doek, stof, doekje, stoffen, laken
  • ρυάκι στα ολλανδικά - beek, stroom, kreek, huidig, loop, waterloop, stroming, ...
  • ρυθμιστής στα ολλανδικά - regelaar, regulateur, regulator, toezichthouder, regelgever
  • ρυθμός στα ολλανδικά - stappen, schrijden, lopen, stap, tred, voetstap, treden, ...
Τυχαίες λέξεις
Ρυθμίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: adapteren, afstemmen, aanpassen, bijstellen, stellen, verstellen, regelen