Aanschieten στα ελληνικά

Μετάφραση: aanschieten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραυματίζω, τραύμα, τραυματισμός, λαβώνω, καταφεύγω σε, ρίξει σε, ρίξει, ρίξει στο, να ρίξει σε
Aanschieten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanschaf στα ελληνικά - αγορά, αγοράζω, αγοράς, την αγορά, αγορές, αγορών
  • aanschaffen στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, αγοράς, την αγορά, αγορές, αγορών
  • aanschijn στα ελληνικά - όψη, επιδοκιμασία, φυσιογνωμία, έκφραση, η όψη
  • aanschouwelijk στα ελληνικά - γραφικός, ΓΡΑΦΗΚΟΥ, γραφικό, γραφικών, γραφικά
Τυχαίες λέξεις
Aanschieten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραυματίζω, τραύμα, τραυματισμός, λαβώνω, καταφεύγω σε, ρίξει σε, ρίξει, ρίξει στο, να ρίξει σε