Aansprakelijk στα ελληνικά
Μετάφραση: aansprakelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δωσίλογος, αρμόδιος, υπεύθυνος, υπόλογος, ευθύνη, ενδέχεται, ευθύνεται, υπεύθυνη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aansporing στα ελληνικά - προτροπή, παραίνεση, παρότρυνση, πιεστικής πρόσκλησης, προτροπή του
- aanspraak στα ελληνικά - διεκδίκηση, διεκδικώ, ισχυρίζομαι, ισχυρισμός, αξίωση, απαίτηση, αξίωσης
- aansprakelijkheid στα ελληνικά - δωσιδικία, ευθύνη, παθητικό, ευθύνης, υποχρέωση, την ευθύνη, υποχρέωσης
- aanspreekbaar στα ελληνικά - προσηνής, ευπροσήγορος, προσιτός, προσιτή, προσιτό, προσιτές, προσιτά
Τυχαίες λέξεις
Aansprakelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δωσίλογος, αρμόδιος, υπεύθυνος, υπόλογος, ευθύνη, ενδέχεται, ευθύνεται, υπεύθυνη
Μεταφράσεις: δωσίλογος, αρμόδιος, υπεύθυνος, υπόλογος, ευθύνη, ενδέχεται, ευθύνεται, υπεύθυνη