Aantrekken στα ελληνικά

Μετάφραση: aantrekken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσελκύω, τραβώ, επισύρω, έλκω, σφίγγω, για την προσέλκυση, να προσελκύσουν, για να προσελκύσουν, να προσελκύσει, για να προσελκύσει
Aantrekken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aantrekkelijk στα ελληνικά - ελκυστικός, ελκυστική, ελκυστικό, ελκυστικές, ελκυστικά
  • aantrekkelijkheid στα ελληνικά - διάστημα, έλξη, μαγεύω, ορθογραφώ, γοητεύω, συλλαβίζω, θέαμα, ...
  • aanvaardbaar στα ελληνικά - αποδεκτός, δεκτός, αποδεκτό, αποδεκτή, αποδεκτά, αποδεκτές, αποδεκτού
  • aanvaarden στα ελληνικά - έχω, έχε, αποδέχομαι, δέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί
Τυχαίες λέξεις
Aantrekken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσελκύω, τραβώ, επισύρω, έλκω, σφίγγω, για την προσέλκυση, να προσελκύσουν, για να προσελκύσουν, να προσελκύσει, για να προσελκύσει