Aanverwant στα ελληνικά
Μετάφραση: aanverwant, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγγενικός, συναφής, συναφή, συναφείς, σχετικών, σχετικές, συναφών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanvechtbaar στα ελληνικά - συζητήσιμος, αμφισβητήσιμος, αμφισβητήσιμη, αμφίβολο, αμφισβητήσιμο, αμφίβολη
- aanvechting στα ελληνικά - πειρασμός, τάση, ροπή, πειρασμό, πειρασμού, τον πειρασμό, ο πειρασμός
- aanvliegen στα ελληνικά - προσέγγιση, μέθοδος, πετώ, προσεγγίζω, πλησιάζω, μύγα, πετούν, ...
- aanvoelen στα ελληνικά - υφή, αισθάνομαι, εμπειρία, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε
Τυχαίες λέξεις
Aanverwant στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγγενικός, συναφής, συναφή, συναφείς, σχετικών, σχετικές, συναφών
Μεταφράσεις: συγγενικός, συναφής, συναφή, συναφείς, σχετικών, σχετικές, συναφών