Aanvliegen στα ελληνικά

Μετάφραση: aanvliegen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσέγγιση, μέθοδος, πετώ, προσεγγίζω, πλησιάζω, μύγα, πετούν, πετάξει, εισητήριο, εισητήριο για
Aanvliegen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanvechting στα ελληνικά - πειρασμός, τάση, ροπή, πειρασμό, πειρασμού, τον πειρασμό, ο πειρασμός
  • aanverwant στα ελληνικά - συγγενικός, συναφής, συναφή, συναφείς, σχετικών, σχετικές, συναφών
  • aanvoelen στα ελληνικά - υφή, αισθάνομαι, εμπειρία, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε
  • aanvoer στα ελληνικά - μέριμνα, άφιξη, προμήθεια, εφοδιασμού, παροχή, προσφοράς, προμήθειας
Τυχαίες λέξεις
Aanvliegen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσέγγιση, μέθοδος, πετώ, προσεγγίζω, πλησιάζω, μύγα, πετούν, πετάξει, εισητήριο, εισητήριο για