Πλησιάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: πλησιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanvliegen, nadering, benaderen, aanpak, benadering, aanpak van
Πλησιάζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλησιάζω

πλησιάζω συνώνυμα, πλησιάζω english, πλησιάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πλησιάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πληρωτέος στα ολλανδικά - betaalbaar, te betalen, betalen, verschuldigd, betaald
  • πληρώνω στα ολλανδικά - schenken, salaris, dokken, traktement, bezoldiging, loon, wedde, ...
  • πλοίο στα ολλανδικά - vaas, expediëren, verzenden, bak, zeeschip, afzenden, vaartuig, ...
  • πλοκάμι στα ολλανδικά - voelhoorn, vangarm, tentakel, Tentacle, de tentakel
Τυχαίες λέξεις
Πλησιάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanvliegen, nadering, benaderen, aanpak, benadering, aanpak van