Absentie στα ελληνικά

Μετάφραση: absentie, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απουσία, ελλείψει, απουσίας, έλλειψη, χωρίς
Absentie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absent στα ελληνικά - απών, απουσιάζει, απούσα, απουσιάζουν, απουσίας
  • absenteïsme στα ελληνικά - απουσίες, απουσιών, συχνών απουσιών, των απουσιών, απουσίας από
  • absint στα ελληνικά - αψέντι, το αψέντι, absinthe, αψενθίου, για αψέντι
  • absintlikeur στα ελληνικά - αψέντι, absinth, το αψέντι, αψίνθιο, αψίνθος
Τυχαίες λέξεις
Absentie στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απουσία, ελλείψει, απουσίας, έλλειψη, χωρίς