Actief στα ελληνικά
Μετάφραση: actief, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακμαίος, ενεργός, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
Μεταφράσεις
- acteur στα ελληνικά - παίκτης, ηθοποιός, ηθοποιό, παράγοντα, φορέα, παράγοντας
- actie στα ελληνικά - μοιράζω, δραστηριότητα, πράξη, μοιράζομαι, αγωγή, δράση, επενέργεια, ...
- actieradius στα ελληνικά - ακτίνα, σειρά, εμβέλεια, φάσμα, εύρος, γκάμα
- activeren στα ελληνικά - ενεργοποιώ, αρχίζω, ξεκίνημα, ξεκινώ, αρχή, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Actief στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακμαίος, ενεργός, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
Μεταφράσεις: ακμαίος, ενεργός, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών