Ενεργός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ενεργός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
actief, levendig, werkzaam, werkend, bedrijvig, werkdadig, actieve, werkzame, actief is, actief zijn
Ενεργός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργός

ενεργός γήρανση, ενεργός τιμή τάσης, ενεργός πολίτης, ενεργός πολίτης ορισμός, ενεργός τάση, ενεργός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενεργός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενεργοποίηση στα ολλανδικά - activering, activeren, activatie, de activering, geactiveerd
  • ενεργοποιώ στα ολλανδικά - aanzetten, activeren, energie, energieke, energize, energie op, spanningsloos
  • ενημέρωση στα ολλανδικά - bijwerken, updating, actualisering, bijwerking, updaten
  • ενθάρρυνση στα ολλανδικά - aanmoediging, bemoediging, bevordering, stimulering, stimuleren
Τυχαίες λέξεις
Ενεργός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: actief, levendig, werkzaam, werkend, bedrijvig, werkdadig, actieve, werkzame, actief is, actief zijn