Affiniteit στα ελληνικά
Μετάφραση: affiniteit, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλξη, αγχιστεία, συνάφεια, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας
Μεταφράσεις
- affiche στα ελληνικά - παρατηρώ, ράμφος, πίνακας, νομοσχέδιο, λογαριασμός, αφίσα, κάρτα, ...
- affiliëren στα ελληνικά - προσκτώμαι, προσχωρώ, θυγατρικών, θυγατρική, θυγατρικής, Affiliate, εταιρικά
- affix στα ελληνικά - πρόσφυμα, προσθέτω, τοποθετεί, επιθέτει, επιθέσει, θέτει, τοποθετούν
- affronteren στα ελληνικά - λοιδορώ, κατάχρηση, προσβάλλω, προπηλακίζω, λοιδορία, βρίζω, καταχρώμαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Affiniteit στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλξη, αγχιστεία, συνάφεια, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας
Μεταφράσεις: έλξη, αγχιστεία, συνάφεια, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας