Afname στα ελληνικά
Μετάφραση: afname, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελάττωση, μείωση, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afmeten στα ελληνικά - μετρώ, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
- afmeting στα ελληνικά - καταμέτρηση, μέτρο, αναλογία, διάσταση, μέτρηση, μετρώ, μέγεθος, ...
- afneembaar στα ελληνικά - αφαιρούμενη, αφαιρούμενα, αφαιρούμενο, αποσπώμενο, αποσπώμενη
- afnemen στα ελληνικά - μειώνω, αγορά, αγοράζω, ελαττώνω, μικραίνω, συρρικνώνομαι, μείωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Afname στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελάττωση, μείωση, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν
Μεταφράσεις: ελάττωση, μείωση, μειωθεί, μειώσει, μειώσετε, μειώνουν