Allemachtig στα ελληνικά
Μετάφραση: allemachtig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαιρετικά, ψηλά, δυνατός, ισχυρός, ισχυρό, πανίσχυρη, ισχυρών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alleenstaand στα ελληνικά - ερημικός, απομονωμένος, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
- allemaal στα ελληνικά - όλες, όλος, όλα, όλα αυτά, όλοι τους, όλοι, όλες τους, ...
- alleman στα ελληνικά - όλοι, κάθε, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα
- allereerst στα ελληνικά - πρώτα, πρώτον, καταρχάς
Τυχαίες λέξεις
Allemachtig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαιρετικά, ψηλά, δυνατός, ισχυρός, ισχυρό, πανίσχυρη, ισχυρών
Μεταφράσεις: εξαιρετικά, ψηλά, δυνατός, ισχυρός, ισχυρό, πανίσχυρη, ισχυρών