Ψηλά στα ολλανδικά

Μετάφραση: ψηλά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
allemachtig, uitermate, uiterst, extreem, hoog, hoge, high, een hoge, van hoge
Ψηλά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψηλά

ψηλά sneakers nike air force 1 mid, ψηλά τα χέρια χίτλερ, ψηλά τακούνια, ψιλά γράμματα, ψηλά τα χέρια, ψηλά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ψηλά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ψεύδομαι στα ολλανδικά - leugen, onwaarheid, liggen, liegen, lig, lie
  • ψεύτικος στα ολλανδικά - vals, bedrieglijk, verkeerd, onjuist, dubbelhartig, onecht, onwaar, ...
  • ψηλόλιγνος στα ολλανδικά - lang, rijzig, groot, slungelig, slungelige, lange slungel
  • ψηλός στα ολλανδικά - verheven, edel, hoog, lang, groot, hoge, lange
Τυχαίες λέξεις
Ψηλά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: allemachtig, uitermate, uiterst, extreem, hoog, hoge, high, een hoge, van hoge